- συνένδοσις
- συνέν-δοσις, εως, ἡ,A giving in, giving way, Id.2.680a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνένδοσις — giving in fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνένδοσις — όσεως, ἡ, Α [συνενδίδωμι] (για μαλακό πράγμα) υποχώρηση («τὴν συνένδοσιν τῆς στρωμνῆς», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
συνένδοσιν — συνένδοσις giving in fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνενδόσεως — συνενδόσεω̆ς , συνένδοσις giving in fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)